Έχουν περάσει αρκετοί μήνες από το ταξίδι που έκανα στην Πελοπόννησο με τον καλό μου φίλο το Χούλιο, από το Μεξικό. Με το Χούλιο έχουμε περπατήσει σε διάφορα μέρη του κόσμου, από το Νεπάλ μέχρι την Ισλανδία. Ήρθε φέτος για δεύτερη φορά στην Ελλάδα, με σκοπό να εξερευνήσουμε μαζί την Πελοπόννησο και την Ήπειρο. Ξεκινήσαμε το ταξίδι μας από την Αθήνα, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο πρόγραμμα, αλλά με σκοπό να εξοντοθούμε στο περπάτημα και στις εικόνες. Και για τους δύο μας, αυτού του είδους η κούραση είναι τόσο ευχάριστη, που περισσότερο με ξεκούραση μας φαίνεται… Στο ταξίδι μας, που κράτησε τέσσερις μέρες, είδαμε τον Ισθμό, την Επίδαυρο, το Ναύπλιο με το Παλαμίδι, τα χωριά του Πάρνωνα, τη Μονεμβασιά, το Γεράκι, τον Ταΰγετο, τη Μάνη και το Ταίναρο, την Καλαμάτα, το Πολυλίμνιο, την Πύλο, τη Γιάλοβα, τη Βοϊδοκοιλιά, την Ολυμπία, τη Φολόη, καθώς και τα ορεινά χωριά της δυτικής Κυλλήνης. Μόνο αυτά!
Όλα εντυπωσιακά. Μέρη γεμάτα ιστορία. Μέρη όπου η φύση σ’αγκαλιάζει και σε γεμίζει δύναμη και ενέργεια. Και το πιο αστείο; Το ότι μπορεί κανείς να επαναλάβει τον “γύρο της Πελοποννήσου” βλέποντας εξίσου εντυπωσιακά τοπία και μνημεία, χωρίς να περάσει από τα ίδια μέρη! Ας το αφήσουμε για την επόμενη φορά όμως. Η κάθε μέρα μας έκρυβε νέες εκπλήξεις, αλλά μία από αυτές ήταν τόσο ξεχωριστή, που για ‘μένα, και νομίζω και για το Χούλιο, ήταν ίσως η πιο εντυπωσιακή μέρα ταξιδιού που είχαμε ποτέ!
Ξυπνήσαμε χαράματα, βλέποντας την ανατολή από το καταφύγιο του Ταϋγέτου. Μαζέψαμε γρήγορα τις σκηνές μας, και ξεκινήσαμε την ανηφορική πορεία προς την κορυφή του ιερού βουνού της Σπάρτης. Η κορυφή, στα 2407 μέτρα, ονομάζεται Προφήτης Ηλίας, αλλά και Πυραμίδα, καθώς, λόγω του σχήματός της, κάποιοι ισχυρίζονται πως την λάξευσαν οι αρχαίοι. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί να μπουν σε τέτοιους μπελάδες οι Σπαρτιάτες! Καθώς ανεβαίναμε, συναντήσαμε κι ένα ζευγάρι αυστριακών, οι οποίοι κατηφόριζαν προς το καταφύγιο με ποδήλατα! Έιχαν περάσει το βράδυ στην κορυφή, και τώρα κατηφόριζαν “προς το καλοκαίρι”, όπως μας είπαν, καθώς τη νύχτα ξεπάγιασαν εκεί πάνω…
Μετά από περίπου ένα τρίωρο πορείας, η οποία γινόταν όλο και πιο εντυπωσιακή, με τη θέα να μην έχει όρια, φτάσαμε κι εμείς στην κορυφή της Πελοποννήσου! Τα λόγια βεβαίως περιττά. Το μέρος πιο επιβλητικό απ’όσο περίμενα, με τα δίχως σκεπή κτίσματα των παλιών, και το ταλαιπωρημένο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία. Προσπάθησα να σκεφτώ το δέος που θα προκαλούσε στους αρχαίους η ανάβαση αυτή, αλλά και το να κοιτάς προς τη Σπάρτη χωρίς να σε τυφλώνει η αντανάκλαση από τους εκατοντάδες ηλιακούς θερμοσίφωνες! Αφού εξαντλήσαμε κάθε δυνατό σημείο φωτογραφίας, αρχίσαμε την κατηφόρα, σκεπτόμενοι συνεχώς τους Αυστριακούς φίλους μας που την κατέβηκαν λίγες ώρες νωρίτερα με ποδήλατο! Μας φάνταζε κατόρθωμα φοβερό!
Από το καταφύγιο του Ταϋγέτου πήραμε το Νίβα που είχα άλλη μια φορά δανειστεί από τον πατέρα μου, και κατευθυνθήκαμε προς το Σπήλαιο του Διρού. Δεν είχα πει τίποτα στο Χούλιο για το μέγεθος του σπηλαίου, ούτε και για τη βαρκάδα μήκους ενός χιλιομέτρου… Αντικρύσαμε τα θαύματα που έκρυβαν τα έγκατα της γης. Παρ’όλη τη θέα που είχαμε γευθεί το πρωί στο βουνό, τα μάτια μας δεν χόρταιναν να βλέπουν τους φοβερούς υπόγειους σχηματισμούς. Αποκορύφωμα νομίζω ήταν η αίθουσα της “Χρυσής Βροχής”, όπως την είχε ονομάσει ο Κυθήριος Ιωάννης Πετρόχειλος όταν χαρτογραφούσε το σπήλαιο… Δείτε τη φωτογραφία και θα καταλάβετε. Βλέποντας την έξοδο του σπηλαίου, δεν θέλαμε να βγούμε… Σαν παιδιά θέλαμε κι άλλη εξερεύνηση, κι άλλες εκπλήξεις. Οι οποίες όμως ήρθαν μόλις αντικρύσαμε την εκπληκτική εικόνα της θάλασσας με τα μανιάτικα βουνά από πίσω, και τις πολύχρωμες βαρκούλες διάσπαρτες στον μικρό κόλπο. Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουν την αίσθηση που προκαλεί αυτή η τόσο έντονη εναλλαγή εικόνων. Δεν είχαμε όμως ακόμα τελειώσει!
Μετά το Διρό, ρίξαμε μια σύντομη βουτιά στα καταγάλανα νερά, και συνεχίσαμε για τη Βάθεια, το ξακουστό χωριό της Μάνης με τους αμέτρητους πύργους (περί τους 70), χτισμένο σαν κάστρο, στην κορυφή ενός μικρού λόφου. Εγκατάλειψη, ψεύτικη αναστήλωση. Μόνο τα χρώματα του απογεύματος, καθώς ο ήλιος σιγά σιγά κατηφόριζε, εδίναν μια ζωντάνια στον οικισμό αυτό του 18ου αιώνα. Κι ένας σκύλος που γαύγιζε ακατάπαυστα από ένα περβάζι. Είναι κρίμα τους λιγοστούς παραδοσιακούς μας οικισμούς να τους κάνουμε καλοκαιρινά θέρετρα με ψευτοπολυτελείς ανέσεις. Η λύση κατά τη γνώμη μου βρίσκεται στο αυθεντικό και στο πάντρεμά του με νέες πρωτοπόρες ιδέες, όχι στην αυστηρή απομίμηση του παλιού. Τις ίδιες εικόνες είδαμε μια εβδομάδα μετά και στα Ζαγοροχώρια. Χωριά με τουρίστες αλλά δίχως χωρικούς. Θα τα πούμε σε επόμενο άρθρο όμως για αυτά.
Στη Βάθεια πρέπει να βγάλαμε πάνω από 150 φωτογραφίες. Ούτε να προσπαθούσαμε να αποτυπώσουμε τον οικισμό σπιθαμή προς σπιθαμή! Αλλά ο ήλιος είχε πλησιάσει αρκετά το δυτικό ορίζοντα, κι έτσι συνεχίσαμε βιαστικά την πορεία μας προς τα Νότια. Στόχος μας να δούμε το ηλιοβασίλεμα από το νοτιότερο σημείο της Πελοποννήσου, τον Κάβο Ματαπά, κοινώς γνωστό ως Ακρωτήριο Ταίναρο. Καθ’όλο το μήκος του μονοπατιού, ο Φάρος δεν φαίνεται καθόλου, κι έτσι δεν γνωρίζαμε αν θα τα καταφέρουμε. Το ίδιο υποθέσαμε αγνοούσε και μια όμορφη γαλλίδα η οποία μας προσπέρασε τρέχοντας. Η αλήθεια είναι πως αγχωθήκαμε λίγο, αλλά δεν είμασταν έτοιμοι για τρέξιμο. Η σκιά είχε ήδη πέσει στην ανατολική πλευρά του μικρού κάβου στον οποίο περπατούσαμε, αλλά οι αμέτρητοι κολπίσκοι απέναντι, έτσι φωτισμένοι με το απογευματινό φως, μας έδειχναν πως ο ήλιος είναι ακόμα εκεί.
Και ξαφνικά, βγαίνουμε στη ράχη του κάβου, βλέπουμε τον ήλιο να θέλει ένα δεκάλεπτο ακόμα για να βυθιστεί στα δυτικά της Πύλου, βλέπουμε τον όμορφο Φάρο να κοιτάει προς τις Αφρικανικές ακτές, βλέπουμε και τη γαλλίδα καθισμένη σ’ένα βράχο να προσπαθεί με δυσκολία να χαρεί τη λάμψη του ηλίου που την τύφλωνε. Βρισκόμασταν επιτέλους στο νοτιότερο σημείο της Πελοποννήσου. Σαν το τέλος του κόσμου έμοιαζε! Πιάσαμε συζήτηση με το συμπαθητικό φαροφύλακα, αλλά και με τις γαλλιδές που τώρα είχαν πολλαπλασιαστεί, καθώς έφτασαν μετά από εμάς και οι φίλες της, οι οποίες προτίμησαν να μην τρέξουν. Ύστερα πήραμε το δρόμο της επιστροφής.
Φαγητό σε ταβερνάκι στο Οίτυλο, και για ύπνο σε μια ερημική παραλία που βρήκαμε κατηφορίζοντας νυχτιάτικα ένα μικρό άγνωστο μονοπάτι, κάτω από ένα χωριουδάκι μετά τον Πάλιρο. Έτσι τελειώσαμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο μια μέρα που μας οδήγησε στο ψηλότερο (Προφήτης Ηλίας Ταϋγέτου), στο βαθύτερο (Σπήλαιο Διρού) και στο νοτιότερο άκρο της Πελοποννήσου. Ήταν η καλύτερη ημέρα εκδρομής που είχα έως τώρα!